- έπακρο
- [ν] τό1) высшая степень, предел;
εις (τό ) έπακρο — в высшей степени, предельно;
είναι εις το έπακρο καχύποπτος — в высшей степени недоверчивый, подозрительный;
2) крайность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εις (τό ) έπακρο — в высшей степени, предельно;
είναι εις το έπακρο καχύποπτος — в высшей степени недоверчивый, подозрительный;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έπακρο — το το ακρότατο σημείο, το άκρο άωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
σκυλιάζω — Ν [σκύλος] 1. (μτβ.) εξερεθίζω κάποιον στο έπακρο σαν το σκυλί, τόν εξοργίζω στο έπακρο («μέ σκύλιασε με το πείσμα του») 2. (αμτβ.) κυριεύομαι από μεγάλο θυμό, εξοργίζομαι μέχρι μανίας, γίνομαι σκυλί από το κακό μου («σα συλλογιέμαι πως… … Dictionary of Greek
έπακρος — (Α ἔπακρος, ον) (νεοελλ. μόνο το ουδ. ως ουσ.) το έπακρο(ν) το ακρότατο σημείο, το μη περαιτέρω (φρ. «εις το έπακρον» πάρα πολύ, υπερβολικά, σε μέγιστο βαθμό, στο ακρότατο σημείο) αρχ. οξύς, μυτερός στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άκρα «άκρη,… … Dictionary of Greek
αιπυδολωτής — αἰπυδολωτής, ο (Α) στο έπακρο δολερός, παμπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπὺς + *δολωτής < δολῶ ( όω)*] … Dictionary of Greek
αποκορύφωμα — το ανώτατο όριο, έπακρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκορυφώ ( ώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
απροχώρητος — η, ο (Μ ἀπροχώρητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει προχωρήσει ή δεν μπορεί να προχωρήσει 2. το ουδ. ως ουσ. το απροχώρητο έπακρο ή αδιέξοδο μσν. ο χωρίς παραχώρηση … Dictionary of Greek
διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… … Dictionary of Greek
επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… … Dictionary of Greek
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… … Dictionary of Greek